Η μητέρα μου, 27 χρόνια διπολική, ζούσε μια κατάσταση πολύ δύσκολη. Είχε κάνει στο παρελθόν κι άλλες απόπειρες αλλά και κρίσεις μανίας. Τα τελευταία 18 χρόνια νοσηλευόταν ανα 2 χρόνια. Την τελευταία δεκαετία την παρακολουθούσε ομάδα θεραπευτών του πρόγραμμα "Ψυχαργώς" κι έμενε σε προστατευόμενο διαμέρισμα. Προσπαθούσα κι εγώ να τη βοηθήσω, αλλά το συναίσθημα μου δε με άφηνε. Θύμωνα κάποιες φορές μαζί της γιατί διέκοπτε κρυφά την αγωγή, δε με άφηνε να την καταλάβω ψυχολογικά και να τη βοηθήσω. Στις κρίσεις μανίας τη φοβόμουν. Φοβόμουν μην κάνει καμια τρέλα πάλι που θα με ντροπιάσει κι ένιωθα ότι δεν είχα προοπτική να φτιάξω τη ζωή μου, εξαιτίας της όλης κατάστασης. Παράλληλα, φοβόμουν να την πιέσω, μην τυχόν ξανακάνει απόπειρα.
Ο τελευταίος μου φόβος επιβεβαιώθηκε. Στην τελευταία της μακρά νοσηλεία κι αφού μου χιλιοϋποσχέθηκε ότι θα είναι συνεπής στην αγωγή, αργότερα έκανε πάλι τα ίδια. Νιώθωντας αγανακτισμένη και προδομένη, αποφάσισα να γίνω σκληρή απέναντι της. Στο τελευταίο της τηλεφώνημα της φώναξα "να βάλει μυαλό" κι έκτοτε δεν της μίλησα για 3 μήνες. Μόνο επικοινωνούσα με τους υπεύθυνους του ξενώνα για να μαθαίνω νέα της. Πίστευα ότι έτσι θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα, γιατί είμαι το μοναχοπαίδι της κι είχε μόνο εμένα να τη φροντίζει.
Μια μέρα μετά απο 3 μήνες είδα μια κλήση της. Ήμουν έτοιμη να της μιλήσω ξανά αλλά ήθελα λίγο να σκεφτώ τι θα της πω και θα την έπαιρνα την επομένη.
Ήταν αργά. Μια ώρα μετά απ'την κλήση της, πήγε κι έπεσε απο μια ψηλή πολυκατοικία.
Δε ξέρω τι ήθελε να μου πει σ'εκείνο το τηλεφώνημα. Δε ξέρω αν είχε πάρει τις αποφάσεις της κι απλά ήθελε να μ'αποχαιρετήσει. Δε ξέρω αν ήταν αβέβαιη για την σκέψη της κι ήθελε να μ'ακούσει για να κρατηθεί στη ζωή...
Τώρα, παλεύω σχεδόν ένα χρόνο να κατασταλάξω στο τι θα κάνω. Παίρνω αντικαταθλιπτική αγωγή κι έχω δίπλα μου τον αρραβωνιαστικό μου που μου στέκεται με αγάπη και κατανόηση.
Γι'αυτόν προσπαθώ κι ίσως και για τη μητέρα μου, αλλά... συχνά στριφογυρνάει η σκέψη στο μυαλό μου: "έχω δικαίωμα να συνεχίσω τη ζωή μου; τι έκανα για τη μητέρα μου έτσι ώστε να ζω αμέριμνη; Μήπως θα'ταν καλύτερα και για την ίδια να βρεθώ κοντά της;"
Η ηθική μου και το συναίσθημα μου δε μου αφήνουν περιθώρια να προχωρήσω... Απ'την άλλη δε θα'θελα να δώσω στον πατέρα μου και στον αρραβωνιαστικό μου τον πόνο που νιώθω τώρα εγώ.
Αυτό το δίλημμα με καίει μήνες τώρα...