Διαβάστε επίσης
Joomla Templates and Joomla Extensions by JoomlaVision.Com

facebook_icon

Σύνδεση στο forum



climax

Αναζήτηση
Χρήστες
Έχουμε 410 επισκέπτες συνδεδεμένους
Αρχική Αρθρογραφία Άρθρα Ειδικών Η επίδραση της σωματικής δραστηριότητας στη θεραπευτική πορεία ατόμων με σοβαρή ψυχική διαταραχή

Από τη Μαρία Καδόγλου – Κοινωνική Λειτουργό, Msc στην Κοινωνική Ψυχιατρική

Τα άτομα που αντιμετωπίζουν σοβαρές ψυχικές διαταραχές έχουν συχνά κακή σωματική υγεία και βιώνουν ψυχική, κοινωνική και γνωστική αναπηρία. Τα αποτελέσματα της τροποποίησης του τρόπου ζωής σε χρόνιες ασθένειες απαντώνται συχνά σε πολλές μελέτες, οι οποίες αναδεικνύουν την άσκηση ως ένα από τα πλέον αξιόλογα συστατικά της θεραπείας. Αρχές σχεδιασμού αποτελεσματικών παρεμβάσεων σωματικής δραστηριότητας συζητούνται μαζί με τρόπους προσαρμογής αυτών στους ψυχικά πάσχοντες. Οι φορείς ψυχικής υγείας μπορούν να παρέχουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις σωματικής άσκησης για τα άτομα με σοβαρή ψυχική διαταραχή (Richardson & συν., 2005).

Η ποιότητα διαβίωσης και η σωματική υγεία των ψυχικά ασθενών δεν διερευνώνται συχνά (Connolly & συν., 2005). Το ίδιο ισχύει και για την επίδραση της σωματικής άσκησης στη σωματική και ψυχική υγεία των ατόμων με σοβαρή ψυχική διαταραχή (Richardson & συν., 2005). Το αποτέλεσμα της έλλειψης εμπεριστατωμένων ερευνών είναι η αδυναμία να εντοπιστεί αν μέσα από τις παρεμβάσεις σωματικής άσκησης μπορούν τελικά να υπάρξουν οφέλη για τον ασθενή και την ίδια την ψυχική διαταραχή (Richardson & συν., 2005). Σε αυτήν την αναφορά γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση πρόσφατης, διεθνούς βιβλιογραφίας, με σκοπό τη μελέτη και τη διερεύνηση των αποτελεσμάτων της άσκησης και την επιβεβαίωση της σημασίας της πρακτικής της εφαρμογής στο χώρο της ψυχικής υγείας.

ΟΦΕΛΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ & ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Η σωματική δραστηριότητα γενικά, μπορεί να οδηγήσει α) στην πρόληψη νόσων, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο σακχαρώδης διαβήτης β) σε φυσικές, σωματικές αλλαγές, που αφορούν για παράδειγμα τις συγκεντρώσεις ενδορφινών και μονοαμινοξειδάσης (Lawlor & συν, 2001) γ) στην διαμόρφωση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, ο οποίος συμπεριλαμβάνει μια ισορροπημένη διατροφή, με αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου της παχυσαρκίας (Richardson & συν., 2005).

Ειδικότερα, η τακτική σωματική δραστηριότητα μπορεί να βελτιώσει την ψυχική υγεία των ατόμων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Τα πιο πειστικά στοιχεία για τα ψυχολογικά οφέλη της άσκησης προέρχονται από την κλινική παρατήρηση των καταθλιπτικών ασθενών (Richardson & συν., 2005). Αν και τα άτομα με κατάθλιψη τείνουν να είναι λιγότερο σωματικά ενεργά από τα μη καταθλιπτικά άτομα, η αερόβια άσκηση έχει δείξει ότι μειώνει σημαντικά τα συμπτώματά τους (Paluska & συν., 2000). Η άσκηση μπορεί να επενεργεί στην εκτροπή των αρνητικών σκέψεων και να συμβάλλει στην εκμάθηση μιας νέας δεξιότητας. Κατά συνέπεια, ο καταθλιπτικός ασθενής μπορεί να λαμβάνει θετικά σχόλια από άλλους, να βελτιώνει την αυτοεκτίμησή του και να καλλιεργεί τις κοινωνικές επαφές του (Lawlor & συν, 2001). Δύο πρόσφατες μετα-αναλύσεις ανέφεραν ότι τα αποτελέσματα της άσκησης για την κατάθλιψη ήταν παρόμοια με αυτά των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων (Richardson & συν., 2005). Υπάρχουν όμως και πολλές έρευνες για την επίδραση της άσκησης στην κατάθλιψη, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες και έχουν γίνει σε πληθυσμούς μη- κλινικών εθελοντών, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς η αποτελεσματικότητα της άσκησης στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης (Lawlor & συν, 2001).

Σε μια ανασκόπηση του 1999 για τις παρεμβάσεις της άσκησης στα άτομα με σχιζοφρένεια οι συντάκτες συμπέραναν ότι η άσκηση θα μπορούσε α) να ανακουφίσει τα δευτεροπαθή συμπτώματα της σχιζοφρένειας, όπως είναι η κατάθλιψη, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η κοινωνική απόσυρση και β) να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των θετικών συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας, όπως οι ακουστικές ψευδαισθήσεις (Richardson & συν., 2005).

Πιο μικρή αλλά θετική επίδραση της σωματικής δραστηριότητας έχει σημειωθεί για τη γενικευμένη διαταραχή άγχους, τις φοβίες και τις κρίσεις πανικού (Richardson & συν., 2005). Γενικά, το οξύ άγχος ανταποκρίνεται καλύτερα στην άσκηση από ότι το χρόνιο άγχος (Paluska & συν., 2000).

Μελέτες περιπτώσεων δείχνουν ότι η συμμετοχή των ασθενών σε άσκηση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής, να προσφέρει συναισθηματική ευεξία και ασφαλείς ευκαιρίες για κοινωνική αλληλεπίδραση. Επιπλέον, οι χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως η σωματική δραστηριότητα, τις οποίες απολαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας (Richardson & συν., 2005).

Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ

Ο τρόπος ζωής, τα ψυχοτρόπα φάρμακα και η ανεπαρκής σωματική υγειονομική περίθαλψη των ατόμων με ψυχικές διαταραχές συμβάλλουν στην κακή σωματική τους υγεία. Οι ασθενείς με ψυχώσεις έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από το γενικό πληθυσμό να αντιμετωπίζουν κινδύνους σχετιζόμενους με τον τρόπο ζωής τους (Osborn, 2001), οι οποίοι επηρεάζονται από παράγοντες όπως τα γονίδια, το περιβάλλον, το κοινωνικοδημογραφικό καθεστώς και την ίδια τη φύση της ψυχικής νόσου (Connolly & συν., 2005).

Σε ότι αφορά τα αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως η ρισπεριδόνη (Meaney & O'Keane, 2002) και η κλοζαπίνη (Connolly & συν., 2005) έχει βρεθεί ότι μπορούν να προκαλέσουν ιδιαίτερα ενδοκρινολογικά, νευρολογικά, καρδιαγγειακά (Osborn, 2001), σεξουαλικά προβλήματα (Meaney & O'Keane, 2002 στο Connolly & συν., 2005) καθώς και αύξηση της όρεξης ιδιαίτερα για γλυκά και λιπαρά τρόφιμα (Osborn, 2001). Η αύξηση της όρεξης οδηγεί σε αύξηση του βάρους, με κίνδυνο την παχυσαρκία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με μια σειρά από άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η υπέρταση, η αθηροσκλήρωση, η δισλιπιδαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, η στεφανιαία νόσος, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η οστεοαρθρίτιδα, η άπνοια, τα αναπνευστικά προβλήματα, τον καρκίνου του παχέος εντέρου. Πολύ μεγάλο σωματικό βάρος σχετίζεται με αύξηση της θνησιμότητας, με κοινωνικό στιγματισμό, απόσυρση και περαιτέρω υποβάθμιση της ποιότητας ζωής (Meltzer & Fleischhacker, 2001). Οι Allison & Casey (2001) αναφέρουν ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι πιο παχύσαρκα από τα μη σχιζοφρενή και το εύρημα αυτό αφορά κυρίως τις γυναίκες (Connolly & συν., 2005). Η ανησυχία του ίδιου του ασθενή για την παχυσαρκία μπορεί να συμβάλει σε μη συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή, θέτοντας σε κίνδυνο τη θεραπεία του (Richardson & συν., 2005).

Σχετικά με το κάπνισμα, έχει βρεθεί ότι οι ψυχιατρικοί ασθενείς εισπνέουν περισσότερο καπνό από το γενικό πληθυσμό, που τους εκθέτει σε μια σειρά από ασθένειες που σχετίζονται με αυτόν. Η νικοτίνη μπορεί να επιδράσει θεραπευτικά για τα ψυχωσικά συμπτώματα (Connolly & συν., 2005), προκαλώντας την αύξηση της λειτουργίας των ηπατικών ενζύμων, που σχετίζονται με το μεταβολισμό των αντιψυχωσικών φαρμάκων, μειώνοντας έτσι τις ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χρήση τους (Osborn, 2001). Το αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης της νικοτίνης είναι οι ασθενείς-καπνιστές να χρειάζονται συνήθως υψηλότερο επίπεδο αντιψυχωτικών φάρμακων από τους μη-καπνιστές για να πετύχουν παρόμοια επίπεδα φαρμάκου στο αίμα (Connolly & συν., 2005).

Σε ότι αφορά τη φυσική δραστηριότητα, έχει βρεθεί ότι τα άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές είναι πολύ λιγότερο δραστήρια από το γενικό πληθυσμό (Richardson & συν., 2005). Οι Brown και συν. (1999) και ο McCreadie (2003) διαπίστωσαν ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια ασκούνται ελάχιστα. Παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό είναι τα χαρακτηριστικά της ασθένειας, το ηρεμιστικό φάρμακο και η έλλειψη ευκαιριών και γενικού κινήτρου. Ο σχετικός κίνδυνος αθηροσκλήρωσης σε σωματικά αδρανή άτομα είναι υψηλότερος σε σχέση με εκείνα που είναι πιο δραστήρια. Ο ειδικός μηχανισμός της σωματικής δραστηριότητας που μειώνει τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα είναι άγνωστος, ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι η άσκηση βελτιώνει το προφίλ των λιπιδίων, την ανοχή στη γλυκόζη, την παχυσαρκία και την υπέρταση (Connolly & συν., 2005).

Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία αποτελούν ταυτόχρονα φυσικές αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας των ψυχικά ασθενών που συγκεντρώνουν υψηλότερα ποσοστά από το γενικό πληθυσμό ή άλλες ομάδες ασθενών. Συμπληρωματικά σε αυτό λειτουργεί η μη επαρκής φυσική φροντίδα των ψυχικά ασθενών από τους ψυχιάτρους και τους οικογενειακούς γιατρούς, οι οποίοι παραμελούν τη σωματική τους αξιολόγηση, θεωρώντας εσφαλμένα ότι πολλά από τα συμπτώματά τους είναι ψυχολογικά (Osborn, 2001). Τα άτομα με σχιζοφρένεια ενδέχεται να αποτύχουν να αναγνωρίσουν τα πρώτα σημάδια της κακής υγείας ή να αποφύγουν την επαφή με τις υπηρεσίες υγείας. Οι παραδοσιακές οδοί για να λάβουν υγειονομική περίθαλψη – π.χ. εξασφάλιση και πραγματοποίηση ενός ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία – μπορεί να αποδειχθούν υπερβολικά πολύπλοκες για κάποιον που είναι χρόνιος ασθενής με θετικά συμπτώματα, μειωμένη γνωστική ικανότητα ή έλλειψη κίνητρων (Connolly & συν., 2005). Επιπλέον, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο για τους ασθενείς, ώστε να λάβουν την ορθή θεραπεία. Πολλοί αμερικανοί με ψυχικές διαταραχές δυσκολεύονται να αποκτήσουν ασφάλιση, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να καλύψουν το κόστος της περίθαλψης (Osborn, 2001).

Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο μέρος θνησιμότητας που αναφέρεται σε θάνατο από μη φυσικά αίτια, δηλαδή αυτοκτονίες και ατυχήματα (Osborn, 2001). Τα άτομα με σοβαρή ψυχική διαταραχή πεθαίνουν 10 έως 15 χρόνια νωρίτερα από το γενικό πληθυσμό (Richardson & συν., 2005).

Επιπλέον, οι αλλαγές στον τομέα της ψυχιατρικής, που αφορούν κυρίως στη μετάθεση της περίθαλψης από το άσυλο στην κοινότητα, συμβάλλουν στα αυξημένα αυτά ποσοστά. (Connolly & συν., 2005, Osborn, 2001),.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Τα προγράμματα άσκησης πρέπει να είναι α) διαρθρωμένα με βάση την ηλικία, το φύλο, την κοινωνικοοικονομική θέση, το πολιτιστικό υπόβαθρο, το επίπεδο φυσικής κατάστασης και κυρίως τον τρόπο ζωής και β) να αφορούν τον καθορισμό στόχων, τον αυτοέλεγχο, την κοινωνική υποστήριξη, τη σταδιακή αλλαγή συμπεριφοράς, ώστε να ενθαρρύνουν τους ψυχικά ασθενείς να τα ενσωματώσουν στην καθημερινότητά τους. Το πιο σύντομο πρόγραμμα άσκησης μπορεί να αποτελείται από 3 τουλάχιστον εβδομαδιαίες προπονήσεις, 20-60 λεπτών . Μια εναλλακτική λύση είναι ο συνιστώμενος τρόπος ζωής, που περιλαμβάνει τη συχνή, μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα, όπως το γρήγορο περπάτημα κατά τη διάρκεια της ημέρας (π.χ. βόλτα με παρέα). Ο τρόπος αυτός αποτελεί ένα από τα ευκολότερα, ασφαλέστερα, φθηνά και δημοφιλή είδη άσκησης που επιλέγουν τα άτομα με ή χωρίς χρόνιες παθήσεις, όπως ο διαβήτης. Άλλες μορφές σωματικής δραστηριότητας που μπορεί να έχουν χαμηλό κόστος και είναι δημοφιλείς είναι η άσκηση με DVD στο σπίτι και η ομαδική αεροβική γυμναστική (Richardson & συν., 2005).

Οι ομαδικές δραστηριότητες είναι φθηνότερες από τις ατομικές. Η εξατομικευμένη όμως προσοχή και η ατομικά προσαρμοσμένη στοχοθέτηση μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στην αλλαγή του τρόπου ζωής των ψυχικά ασθενών. Λόγω των ψυχολογικών επιβαρύνσεων, όπως η υπερευαισθησία, η οποία μπορεί να οφείλεται σε αύξηση του βάρους και στις εμπειρίες ζωής, οι ασθενείς πρέπει να ενθαρρύνονται να ξεπερνούν μια σειρά από εμπόδια, όπως αυτό της χαμηλής αυτοεκτίμησης. Οι γυμναστές πρέπει να αναγνωρίζουν τις προσωπικές προσπάθειες των ασθενών (λαμβάνοντας π.χ. πιστοποιητικά συμμετοχής ή κοινωνική αναγνώριση) και να εποπτεύουν την πρόοδό τους (Richardson & συν., 2005).

Οι ανησυχίες για την ασφάλεια, ιδίως όσον αφορά τα καρδιαγγειακά και μυοσκελετικά προβλήματα μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο στην εφαρμογή των προγραμμάτων σωματικής δραστηριότητας σε πληθυσμό υψηλού κινδύνου. Αυτά μπορούν να ελαχιστοποιηθούν με την κατάρτιση ενός προγράμματος που στοχεύει στη σταδιακή αύξηση της έντασης και της διάρκειας της δραστηριότητας, εξασφαλίζοντας τη διαδικασία προθέρμανσης ή κατάλληλα παπούτσια, ιδιαίτερα για τους ψυχικά ασθενείς που εμφανίζουν συννοσηρότητα με διαβήτη, λόγω του κινδύνου των ελκών στα πόδια. Η κόπωση και η υπνηλία που παρατηρούνται σε αρκετούς ψυχικά ασθενείς – ως απόρροια των φαρμάκων – δεν είναι αντένδειξη για την εφαρμογή προγραμμάτων ασκήσεων, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται γνωστές σοβαρές επιπλοκές που να συνδυάζουν τη σωματική άσκηση και τα ψυχιατρικά φάρμακα (Richardson & συν., 2005).

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Εκτιμάται ότι τα προγράμματα σωματικής άσκησης για άτομα με σοβαρή ψυχική διαταραχή πρέπει να ενσωματωθούν σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας επειδή α) μπορούν να παρέχουν αποτελεσματικές παρεμβάσεις, ακριβώς γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς έχουν συχνή επαφή μαζί τους και β) τα εμπόδια για σωματική άσκηση που απορρέουν από την ίδια τη ψυχική διαταραχή μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο σωστά από τα άτομα που έχουν εκπαιδευτεί να είναι ευαίσθητα και υποστηρικτικά γύρω από τα ζητήματα αυτά (Richardson & συν., 2005).

Μια επιπλέον προσέγγιση είναι η στενή συνεργασία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας με τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Στόχος αυτής της συνεργασίας είναι η διαχείριση των σωματικών παθήσεων των ψυχικά ασθενών, όπως π.χ. οι καρδιαγγειακές παθήσεις, στο πλαίσιο της οποίας συμπεριλαμβάνεται και η σωματική άσκηση. Οι γιατροί πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των εμποδίων και στην ενίσχυση των προσπαθειών για τη σωματική δραστηριότητα (Richardson & συν., 2005).

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Η σωματική υγεία των ψυχικά ασθενών θα πρέπει να αρχίσει να λαμβάνει την κλινική προσοχή που της αξίζει. Παρά τις επανειλημμένες κλήσεις να ληφθεί σοβαρά υπόψη η σωματική τους υγεία, οι ψυχικά ασθενείς παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας από φυσικές αιτίες και λαμβάνουν κατώτερης ποιότητας ιατρική περίθαλψη (Osborn, 2001). Παρά το γεγονός ότι η ψυχιατρική κατάρτιση δεν μπορεί να εξοπλίσει τους ψυχιάτρους να εξετάσουν και να διερευνήσουν επαρκώς τη σωματική υγεία των ασθενών τους, ωστόσο παραμένει στην ευθύνη τους να είναι σε επιφυλακή για τις συνέπειες των ψυχικών διαταραχών και των φαρμακοθεραπειών που εφαρμόζουν στη σωματική υγεία των ασθενών τους. Επομένως, χρειάζεται να α) λαμβάνουν ένα προσεκτικό ιατρικό ιστορικό, με σκοπό τη μελλοντική παρακολούθηση του βάρους και άλλων μεταβολικών δεικτών που σχετίζονται με τη φαρμακευτική αγωγή και που είναι υπεύθυνοι για την εμφάνιση μελλοντικών καρδιαγγειακών κίνδυνων β) να διευκολύνουν την κατάλληλη εξέταση των ασθενών που βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης σωματικής νοσηρότητας, δουλεύοντας στενά με ιατρούς γενικής ιατρικής και με άλλους ειδικούς, όταν χρειάζεται (Connolly & συν., 2005). Κίνητρα στους γιατρούς, όπως η οικονομική επιβράβευση, για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των προβλημάτων σωματικής υγείας των ψυχικά πασχόντων είναι αναγκαία, προκειμένου να γίνουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις. (Osborn, 2001).

Στόχος είναι να εξασφαλιστεί ότι δίδεται η προτεραιότητα που αξίζει στη σωματική υγεία των ασθενών με σοβαρή ψυχική διαταραχή (Connolly & συν., 2005), λαμβάνοντας μέτρα για τη διαφοροποίηση του τρόπου ζωής τους, την τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου (Connolly & συν., 2005) και τη διαθεσιμότητα των λιγότερο τοξικών αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωτικών φάρμακων (Osborn, 2001). Η καλή φυσική κατάσταση για τα άτομα με ψυχικές διαταραχές είναι ένας ρεαλιστικός στόχος και θα πρέπει να ενσωματωθεί στα σχέδια των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (Osborn, 2001).

Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο καλύτερος τρόπος για να υιοθετηθεί η σωματική δραστηριότητα ως συμπληρωματική θεραπεία για τα άτομα με σοβαρή ψυχική διαταραχή. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που ενδιαφέρονται για τη δημιουργία προγραμμάτων σωματικής δραστηριότητας θα πρέπει να συνεργαστούν με οργανισμούς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που έχουν πρόσβαση στην έρευνα και την αξιολόγηση των δεξιοτήτων (Richardson & συν., 2005), χρησιμοποιώντας καλά σχεδιασμένες, ελεγχόμενες μελέτες, ώστε να διασαφηνιστούν ακόμη περισσότερο τα οφέλη της άσκησης για την ψυχική υγεία διαφόρων πληθυσμών (Paluska & συν., 2000).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στρατηγικές που εφαρμόστηκαν με επιτυχία σε άλλες ομάδες πληθυσμού με σκοπό την αλλαγή συμπεριφορών που σχετίζονται με τη σωματική δραστηριότητα μπορούν να υιοθετηθούν (Lawlor & συν, 2001).

Οι παρεμβάσεις αυτές είναι εφικτές και δημοφιλείς και θεωρούνται ως ένα από τα πλέον αξιόλογα συστατικά της θεραπείας (Richardson & συν., 2005), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αντικαθιστούν την τυπική θεραπεία (Lawlor & συν, 2001).

Η ενσωμάτωση της σωματικής άσκησης στα προγράμματα των ψυχιατρικών υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της σωματικής υγείας των ατόμων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές και να αποτελεί βασικό συστατικό της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας (Richardson & συν., 2005).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Connolly, M., Kelly C. Lifestyle and physical health in schizophrenia. Advances in Psychiatric Treatment. Vol. 11, 2005: 125–132.

2. Lawlor, D., Hopker, S. The effectiveness of exercise as an intervention in the management of depression: systematic review and meta-regression analysis of randomised controlled trials. BMJ, 2001:322:763. (Review)

3. Osborn, D. The poor physical health of people with mental illness. West Journal of Medicine, November 2001, 175(5): 329–332. (Review)

4. Paluska, S., Schwenk, T. Physical Activity and Mental Health: Current Concepts. Sports Medicine. 2000, 29(3):167-180. (Review)

5. Richardson, C., Faulkner, G., McDevitt, J., Skrinar, G., Hutchinson, D., Piette, J. Integrating Physical Activity Into Mental Health Services for Persons With Serious Mental Illness. Psychiatric Services, Vol. 56 No. 3:324-331, March 2005. (Review)

Πηγή: http://psychografimata.com/8286/i-epidrasi-tis-somatikis-drastiriotitas-sti-therapeftiki-poria-atomon-me-sovari-psichiki-diatarachi/